καταγραφη

καταγραφη
    καταγραφή
    κατα-γρᾰφή
    ἥ
    1) записывание, запись или перечисление, перепись
    

(ὀνομάτων Plut.)

    2) список, регистр
    

καταγραφέν τῶν στρατιωτῶν ποιεῖσθαι Polyb. — производить набор солдат

    3) вычерчивание или чертеж
    

(τῆς σφαίρας Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καταγραφη" в других словарях:

  • καταγραφή — drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταγραφή — η αναγραφή διάφορων αντικειμένων, καταχώριση, εγγραφή: Έγινε καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγραφῇ — καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφῆι , καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφῆι — καταγραφῇ , καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφῇ , καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουόγραμμα — Καταγραφή της ακουστικής ικανότητας ενός ατόμου με γραφική παράσταση αποτελεσμάτων ακουομετρικής εξέτασης …   Dictionary of Greek

  • καταγραφαῖς — καταγραφή drawing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφαί — καταγραφή drawing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφήν — καταγραφή drawing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφῶν — καταγραφή drawing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»